Ρόδο και ορχιδέα
Μια ορχιδέα και ένα ρόδο
απ’ το ίδιο δοχείο
πίνουν με πόθο
Ριγούν τα άνθη
τα πέταλα τρέμουν
δεν ξέρουν τι έρχεται κι όμως προσμένουν...
Χυμοί κι αρώματα γύρω από βάζο
οι μόνες δυνάμεις που τους κελεύουν
Ματαιοπονούν όσοι προστάζουν
οσμές πιστεύοντας πως διχάζουν
Δείλι του Απρίλη
ανάσα που καίει
Κανείς δεν πρόσεξε
πως η ορχιδέα κλαίει
Σκύβω ν’ ακούσω τον ψίθυρό του
μα ένιωσα μόνο το στεναγμό του
Πονώ, θαρρώ έλεγε
Μάτια δεν έχω για να θαυμάσω
έστω για λίγο την ομορφιά της
Ξέρω μονάχα πως με πεθαίνει
όταν μ’ αγγίζει το άρωμά της
Τρόμαξα,
νόμισα φταίνε του ρόδου τα αγκάθια
τυφλός που έγινε και δίχως μάτια
Κάθισα δίπλα του ατέλειωτα βράδια
ως το φθινόπωρο σε μια γυάλα άδεια
Το ρόδο μαράθηκε
Πάει κι η ορχιδέα
Τι τον ετύφλωσε δεν είχα ιδέα
Μια μέλισσα που ‘ρθε και δεν τα βρήκε
με θλίψη γέλασε και μου είπε
Αλήθεια δεν ξέρεις;
Ο έρωτας ο ίδιος που τα λαβώνει
πρώτα τα μάτια τους τα τυφλώνει...
απ’ το ίδιο δοχείο
πίνουν με πόθο
Ριγούν τα άνθη
τα πέταλα τρέμουν
δεν ξέρουν τι έρχεται κι όμως προσμένουν...
Χυμοί κι αρώματα γύρω από βάζο
οι μόνες δυνάμεις που τους κελεύουν
Ματαιοπονούν όσοι προστάζουν
οσμές πιστεύοντας πως διχάζουν
Δείλι του Απρίλη
ανάσα που καίει
Κανείς δεν πρόσεξε
πως η ορχιδέα κλαίει
Σκύβω ν’ ακούσω τον ψίθυρό του
μα ένιωσα μόνο το στεναγμό του
Πονώ, θαρρώ έλεγε
Μάτια δεν έχω για να θαυμάσω
έστω για λίγο την ομορφιά της
Ξέρω μονάχα πως με πεθαίνει
όταν μ’ αγγίζει το άρωμά της
Τρόμαξα,
νόμισα φταίνε του ρόδου τα αγκάθια
τυφλός που έγινε και δίχως μάτια
Κάθισα δίπλα του ατέλειωτα βράδια
ως το φθινόπωρο σε μια γυάλα άδεια
Το ρόδο μαράθηκε
Πάει κι η ορχιδέα
Τι τον ετύφλωσε δεν είχα ιδέα
Μια μέλισσα που ‘ρθε και δεν τα βρήκε
με θλίψη γέλασε και μου είπε
Αλήθεια δεν ξέρεις;
Ο έρωτας ο ίδιος που τα λαβώνει
πρώτα τα μάτια τους τα τυφλώνει...