Για να σταματήσει να πέφτει χιόνι: ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
Για να καθαρίσετε την οθόνη σας: ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
greece_glossy_wave_icon_128united_kingdom_glossy_wave_icon_128france_glossy_wave_icon_128germany_glossy_wave_icon_128italy_glossy_wave_icon_128spain_glossy_wave_icon_128russia_glossy_wave_icon_128serbia_glossy_wave_icon_128bulgaria_glossy_wave_icon_128turkey_glossy_wave_icon_128

27 Οκτωβρίου 2010

Πέντε με δεκαπέντε

Το σπιτάκι του Χολαργού... 1972
Δύσκολο να θυμηθώ αν το ψυγείο ήταν μικρό ή το καρπούζι μεγάλο...
Αυτό που στη μνήμη μου παραμένει, είναι ότι το κατεβάζαμε βαθειά στο πηγάδι μέσα στον κουβά με το μαγκάνι και τ’ αφήναμε εκεί. Αδύνατο να ξεχάσω τον υπόκωφο ήχο και την ακαθόριστη πάντοτε ρωγμή όταν το βγάζαμε μετά από ώρες, μόλις ακουμπούσε το μαχαίρι...
Ήξερε να διαλέγει καρπούζια η μαμά. Της είχε μάθει ο πατέρας της ή κάποιος θείος. «Όταν το χτυπάς με το δάκτυλο ο ήχος να είναι μεστός, όταν το ξύνεις με το νύχι να φεύγει εύκολα η φλούδα του κι όταν τραβάς το μίσχο να ξεκολλάει εύκολα», μας έλεγε…

Δίπλα στο πηγάδι ήταν φυτεμένο χρόνια πριν γεννηθώ ένα γιασεμί…
Φαντάζομαι πως οι ρίζες του έκτος από το νερό του ποτίσματος έπαιρναν αρκετή υγρασία μπλεγμένες στις πέτρες που αποτελούσαν το εσωτερικό τοίχωμα του πηγαδιού. Ακόμα και σήμερα αισθάνομαι στις μνήμες της όσφρησης το άρωμα αυτού του γιασεμιού. Ειδικά τ’ απόβραδο. Δεν ήταν συνηθισμένη μυρωδιά, γιατί έκτος από το αγιόκλημα που συνυπήρχε λίγα μέτρα πιο δυτικά, συνηθίζαμε να καταβρέχουμε τα καλοκαιρινά απογεύματα. Το ανακάτεμα των οσμών από το γιασεμί, το αγιόκλημα, το υγρό χώμα και το βρεγμένο μάρμαρο χρόνια έχω να το νιώσω…
Δεν μπορώ και να το ξεχάσω όμως…

Το μικρό σπίτι στο Χολαργό με τον μεγάλο κήπο ήρθε στα χέρια της οικογενείας αρκετά χρόνια πριν… Ο διορισμένος στην επαρχία πατέρας αναγκάστηκε να μας κουβαλήσει σε αρκετές πόλεις μαζί του. Το σπιτάκι αυτό ήταν πάντα πηγή ασφάλειας και νοσταλγίας σ’ εμάς τα παιδιά αλλά ακόμα περισσότερο στην γεμάτη ευαισθησίες μητέρα μας. Εκεί, πρώτη φορά ένιωσα και την έλλειψή της πριν κλείσω τα τέσσερα όταν αναγκάστηκα να μείνω με τη γιαγιά για λίγες, εξαιτίας των αντιδράσεών μου, μέρες. Έκτοτε στην ουσία δεν έμεινα ποτέ μακριά της μέχρι την εφηβεία που άρχισα πλέον μόνος να τ’ αποζητώ…

22 Οκτωβρίου 2010

Ανάσες κλέβουμε


Ανάσες κλέβουμε

Ζωή φτιαγμένη με καρφί και με σφυρί
σε χέρια που όχι πάντοτε εκτιμούμε.
Κι αν σχεδιάσαμε δική μας διαδρομή,
σ' ένα δωμάτιο την κλείσαμε και ζούμε.

Μια με σιωπή, μια με κραυγή,
ανάσες κλέβουμε και λέμε πως μπορούμε,
πριν λιγοστέψει ο αέρας γύρω μας,
ο τοίχος να γκρεμίσει και να βγούμε.

Δεν ειν' αργά για να σκεφτείς, μικρό κακό.
Κι ούτε μωρός πρέπει να νιώσεις που ως τώρα,
μες του πνιγμού, να βρεις, τον πανικό,
την πόρτα που 'ναι ακλείδωτη, δεν είχες ώρα.

15 Οκτωβρίου 2010

Καταρράκτης


Καταρράκτης

Αγάπη λίμνης στάσιμης μην αξιωθώ να ζήσω
πιότερο μ' ανεμόμυλους πες να μονομαχήσω.
Ζητά η καρδιά μας ζωντανούς ήχους του καταρράκτη
και στον καθρέφτη δε μπορώ να βλέπω λιποτάκτη.

13 Οκτωβρίου 2010

Κιμωλία


Κιμωλία

Τις φωτεινές τις μέρες δεν τις ξέχασα,
της ίριδας τα χρώματα μπόρεσα ν’ απολαύσω.
Το μαύρο το μελάνι μόνο φύλαξα,
στα γαλανά μας σύννεφα όνειρα να χαράξω.

Απ’ το δοχείο όμως τώρα, έλα που χύθηκε
κι εγώ φοβήθηκα πως δε θα κατορθώσω,
χωρίς την πένα και το φόντο που μου χάριζες
το σκίτσο της ζωής να το τελειώσω.

Ο φόβος γύρω όλα τα σκοτείνιασε,
τα σύννεφα μας σκούρυναν κι αυτά.
Κανένα χρώμα πάνω τους δε φαίνεται
κι ας είναι απ’ τα πιο φανταχτερά.

Κι ήρθες εσύ, κάτασπρη κιμωλία
στο μαυροπίνακα να βάλεις μολυβιά.
Μου ‘μαθες η ζωή πως θα έχει αξία
όταν τη βλέπεις με τα μάτια σου κλειστά.

11 Οκτωβρίου 2010

Please hear what I am not saying

Masks
Don't be fooled by me. Don't be fooled by the face I wear For I wear a mask, a thousand masks, Masks that I'm afraid to take off And none of them is me.

Pretending is an art that's second nature with me, but don't be fooled, for God's sake don't be fooled. I give you the impression that I'm secure, that all is sunny and unruffled with me, within as well as without, that confidence is my name and coolness my game, that the water's calm and I'm in command and that I need no one, but don't believe me.

My surface may be smooth but my surface is my mask, ever-varying and ever-concealing. Beneath lies no complacence. Beneath lies confusion, and fear, and aloneness. But I hide this. I don't want anybody to know it. I panic at the thought of my weakness exposed. That's why I frantically create a mask to hide behind, a nonchalant sophisticated facade, to help me pretend, to shield me from the glance that knows.

But such a glance is precisely my salvation, my only hope, and I know it.That is, if it is followed by acceptance, If it is followed by love. It's the only thing that can liberate me from myself from my own self-built prison walls from the barriers that I so painstakingly erect. It's the only thing that will assure me of what I can't assure myself, that I'm really worth something. But I don't tell you this. I don't dare to. I'm afraid to.