Κιμωλία
Τις φωτεινές τις μέρες δεν τις ξέχασα,
της ίριδας τα χρώματα μπόρεσα ν’ απολαύσω.
Το μαύρο το μελάνι μόνο φύλαξα,
στα γαλανά μας σύννεφα όνειρα να χαράξω.
Απ’ το δοχείο όμως τώρα, έλα που χύθηκε
κι εγώ φοβήθηκα πως δε θα κατορθώσω,
χωρίς την πένα και το φόντο που μου χάριζες
το σκίτσο της ζωής να το τελειώσω.
Ο φόβος γύρω όλα τα σκοτείνιασε,
τα σύννεφα μας σκούρυναν κι αυτά.
Κανένα χρώμα πάνω τους δε φαίνεται
κι ας είναι απ’ τα πιο φανταχτερά.
Κι ήρθες εσύ, κάτασπρη κιμωλία
στο μαυροπίνακα να βάλεις μολυβιά.
Μου ‘μαθες η ζωή πως θα έχει αξία
όταν τη βλέπεις με τα μάτια σου κλειστά.