Ερατώ
Το ξέρω, δεν κάνω για ποιητής...
Μου το ‘πε τ’ απόβραδο η ίδια
μόλις κατάλαβε ότι δεν ένοιωσα καμιά πορνική διαστροφή στον ερχομό της.
Οι ποιητές, μου είπε, με αναγκάζουν να φτιασιδώνομαι
με δικτυωτές κάλτσες και ζαρτιέρες...
Παραπονιέμαι βέβαια πως με μπερδεύουν με την λεξιθηρία
τους νιώθω βιαστές, άτσαλους και αχόρταστους
τι να κάνω όμως...
είναι ελάχιστοι
τουλάχιστον βγάζουν στίχους.
Εσύ, συνέχισε θυμωμένη, δεν ψάχνεις καν στίχους
δεν έχεις μάθει ποτέ να κυνηγάς...
Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι το μόνο που κάνω
είναι να τους αφήνω να υπερχειλίζουν.
Αυτό που ξέρω από μικρός, της είπα
είναι πως μπορώ να ταξιδεύω στα δικά σου πέλαγα...
πίστευα πως κι εσύ αυτό ζητούσες πάντα.
Τόλμησα να ψελλίσω δυο λέξεις πατρικές:
«Δε θέλει θώπευση, θέλει διόπτευση...
με το δικό μου ανεμολόγιο, που πένα είναι ή πληκτρολόγιο.
Βρες της καρδιάς σου το βορρά πριν γίνεις ποιητών βορά».
Χαμογέλασε πιο γλυκιά
νομίζω κι ένα δάκρυ έμεινε διστακτικό.
Χωρίς ίχνος χυδαιότητας, ποθητή
τυλιγμένη σ’ ένα διπλωμένο κατάλευκο τούλι
ξυπόλυτη...
Έμεινα πίσω αποσβολωμένος απ’ την ομορφάδα της...
Το ξέρω, δεν κάνω για εραστής...
Μου το ‘πε και το δικό σου δάκρυ όταν αισθάνθηκε
πως για μένα ήταν το ίδιο σημαντικό με τους οργασμούς σου...
Μου το ‘πε τ’ απόβραδο η ίδια
μόλις κατάλαβε ότι δεν ένοιωσα καμιά πορνική διαστροφή στον ερχομό της.
Οι ποιητές, μου είπε, με αναγκάζουν να φτιασιδώνομαι
με δικτυωτές κάλτσες και ζαρτιέρες...
Παραπονιέμαι βέβαια πως με μπερδεύουν με την λεξιθηρία
τους νιώθω βιαστές, άτσαλους και αχόρταστους
τι να κάνω όμως...
είναι ελάχιστοι
τουλάχιστον βγάζουν στίχους.
Εσύ, συνέχισε θυμωμένη, δεν ψάχνεις καν στίχους
δεν έχεις μάθει ποτέ να κυνηγάς...
Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι το μόνο που κάνω
είναι να τους αφήνω να υπερχειλίζουν.
Αυτό που ξέρω από μικρός, της είπα
είναι πως μπορώ να ταξιδεύω στα δικά σου πέλαγα...
πίστευα πως κι εσύ αυτό ζητούσες πάντα.
Τόλμησα να ψελλίσω δυο λέξεις πατρικές:
«Δε θέλει θώπευση, θέλει διόπτευση...
με το δικό μου ανεμολόγιο, που πένα είναι ή πληκτρολόγιο.
Βρες της καρδιάς σου το βορρά πριν γίνεις ποιητών βορά».
Χαμογέλασε πιο γλυκιά
νομίζω κι ένα δάκρυ έμεινε διστακτικό.
Χωρίς ίχνος χυδαιότητας, ποθητή
τυλιγμένη σ’ ένα διπλωμένο κατάλευκο τούλι
ξυπόλυτη...
Έμεινα πίσω αποσβολωμένος απ’ την ομορφάδα της...
Το ξέρω, δεν κάνω για εραστής...
Μου το ‘πε και το δικό σου δάκρυ όταν αισθάνθηκε
πως για μένα ήταν το ίδιο σημαντικό με τους οργασμούς σου...