Ο τσοπάνης
Δυο θεατρίνοι αργόσχολοι βρήκαν ένα βοσκό.
Το βράδυ στ’ άσπρα ντύθηκαν και πήγανε στη στάνη.
Για χωρατό του πρόσταξαν βουλή απ' το θεό
να γίνει ο δόλιος βασιλιάς κι ο βασιλιάς τσοπάνης.
Τα βράδια δεν κοιμότανε
μόνο έκλεινε τα μάτια
κι ονειρευόταν στέμματα
και πλουμιστά παλάτια.
Κάθε που ξύπναε το χωριό παντού χαμογελούσε
πολλοί ήταν που τον χλεύαζαν, κανείς που τον μισούσε.
Κρατούσε σκήπτρο ένα κλαδί και μ' όλους είχε σχέσεις
δεξιά ευχές κι αριστερά μοίραζε κι υποσχέσεις.
Παίρνει μαντάτο ο βασιλιάς
για κάποιο φανφαρόνο
στέλνει πέντε έξι της φρουράς
βρέθηκε εμπρός στο θρόνο.
Πρώτη φορά ο άρχοντας γέλασε απ' την καρδιά του
με θάρρος σαν διηγήθηκε την ιστορία του όλη.
Για να γελά λοιπόν κι αυτός τον κράτησε κοντά του
κι έτσι εκτός απ' το χωριό γελούσε κι όλη η πόλη...
Έμεινε όσο επέτρεψαν
κι άντεξε στις συνθήκες
με νόστου άλγος γέρναγε
γύρισε στις κατσίκες.
Δυο άγγελοι απ' τον ουρανό κατέβηκαν στη στάνη
αγγέλλουν είπαν εντολή βαριά απ' τον Θεό...
"Χαμογελάω σπάνια τον τελευταίο καιρό...
και παραγγέλνω δίπλα μου τον βασιλιά τσοπάνη".