Παρέλαση
Πήρα το σβώλο Φωτεινέ τον πέταξα και φύγαν
του Ρήγα όμως τα σκυλιά ήρθαν και ξαναφύγαν
Δυο τρεις φόρες κάθε γενιά τα διώχνω και γυρνάνε
όσων ασπρίζει η κεφαλή το 'μαθαν μα γερνάνε
Κατακαημένε γέροντα πατέρα της καρδιάς
επέστρεψαν στον τόπο σου οι μέρες της σκλαβιάς
Έναν αιώνα και μισό μετά από τόσες μάχες
τα όρνια ματακάθισαν και στις δικές μας πλάτες
Το φύτρο γεροφωτεινέ δεν το χαλούν πια ξένοι
υπάρχουν και ομόφυλοι, που είναι ψηφισμένοι
Τρων' τα βλαστάρια αχόρταγοι κατάπιαν και τη ρίζα
δεν ξέρω αν στα χρόνια σου γνώριζες τι ‘ναι η μίζα
Μη βλαστημήσεις το βυζί που μου ‘δωκε το γάλα
πάρε την γκλίτσα τη βαριά και βάρα στην κεφάλα
Στα σπλάχνα νιώθω χαλασμό κι εγώ για την πατρίδα
μα χαλασμό προς εμετό με όλα αυτά που οίδα
Λυπάμαι γέρο αν σε πονώ κι από ευγένεια παύω
άσε να πω για τον ζυγό του τράχηλου, στον Κάλβο...