Για να σταματήσει να πέφτει χιόνι: ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
Για να καθαρίσετε την οθόνη σας: ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
greece_glossy_wave_icon_128united_kingdom_glossy_wave_icon_128france_glossy_wave_icon_128germany_glossy_wave_icon_128italy_glossy_wave_icon_128spain_glossy_wave_icon_128russia_glossy_wave_icon_128serbia_glossy_wave_icon_128bulgaria_glossy_wave_icon_128turkey_glossy_wave_icon_128

29 Οκτωβρίου 2011

Παρέλαση



Παρέλαση

Πήρα το σβώλο Φωτεινέ τον πέταξα και φύγαν 
του Ρήγα όμως τα σκυλιά ήρθαν και ξαναφύγαν
Δυο τρεις φόρες κάθε γενιά τα διώχνω και γυρνάνε
όσων ασπρίζει η κεφαλή το 'μαθαν μα γερνάνε
Κατακαημένε γέροντα πατέρα της καρδιάς
επέστρεψαν στον τόπο σου οι μέρες της σκλαβιάς
Έναν αιώνα και μισό μετά από τόσες μάχες
τα όρνια ματακάθισαν και στις δικές μας πλάτες

Το φύτρο γεροφωτεινέ δεν το χαλούν πια ξένοι
υπάρχουν και ομόφυλοι, που είναι ψηφισμένοι
Τρων' τα βλαστάρια αχόρταγοι κατάπιαν και τη ρίζα
δεν ξέρω αν στα χρόνια σου γνώριζες τι ‘ναι η μίζα
Μη βλαστημήσεις το βυζί που μου ‘δωκε το γάλα
πάρε την γκλίτσα τη βαριά και βάρα στην κεφάλα
Στα σπλάχνα νιώθω χαλασμό κι εγώ για την πατρίδα
μα χαλασμό προς εμετό με όλα αυτά που οίδα

Λυπάμαι γέρο αν σε πονώ κι από ευγένεια παύω
άσε να πω για τον ζυγό του τράχηλου, στον Κάλβο... 

27 Οκτωβρίου 2011

Ερατώ




Ερατώ

Το ξέρω, δεν κάνω για ποιητής...
Μου το ‘πε τ’ απόβραδο η ίδια
μόλις κατάλαβε ότι δεν ένοιωσα καμιά πορνική διαστροφή στον ερχομό της.
Οι ποιητές, μου είπε, με αναγκάζουν να φτιασιδώνομαι
με δικτυωτές κάλτσες και ζαρτιέρες...
Παραπονιέμαι βέβαια πως με μπερδεύουν με την λεξιθηρία
τους νιώθω βιαστές, άτσαλους και αχόρταστους
τι να κάνω όμως...
είναι ελάχιστοι
τουλάχιστον βγάζουν στίχους.
Εσύ, συνέχισε θυμωμένη, δεν ψάχνεις καν στίχους
δεν έχεις μάθει ποτέ να κυνηγάς...

Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι το μόνο που κάνω
είναι να τους αφήνω να υπερχειλίζουν.
Αυτό που ξέρω από μικρός, της είπα
είναι πως μπορώ να ταξιδεύω στα δικά σου πέλαγα...
πίστευα πως κι εσύ αυτό ζητούσες πάντα.
Τόλμησα να ψελλίσω δυο λέξεις πατρικές:

«Δε θέλει θώπευση, θέλει διόπτευση...
με το δικό μου ανεμολόγιο, που πένα είναι ή πληκτρολόγιο.
Βρες της καρδιάς σου το βορρά πριν γίνεις ποιητών βορά».

Χαμογέλασε πιο γλυκιά
νομίζω κι ένα δάκρυ έμεινε διστακτικό.
Χωρίς ίχνος χυδαιότητας, ποθητή
τυλιγμένη σ’ ένα διπλωμένο κατάλευκο τούλι
ξυπόλυτη...
Έμεινα πίσω αποσβολωμένος απ’ την ομορφάδα της...

Το ξέρω, δεν κάνω για εραστής...
Μου το ‘πε και το δικό σου δάκρυ όταν αισθάνθηκε
πως για μένα ήταν το ίδιο σημαντικό με τους οργασμούς σου...

24 Οκτωβρίου 2011

Όπως τότε


Όπως τότε

Μάζεψα έναν έναν
όλους τους στίχους
που βρεθήκαν στο διάβα μας
να πλέξω στεφάνι από λέξεις.
Τραγούδι 
στολίδι στα μαλλιά σου.
Ξέρω, θα γελάσει ο ουρανός
στ’ άκουσμά του.
Όπως τότε...

Έλα...
Γέλα κι εσύ, με τον ουρανό.
Ας γράψουμε μαζί το τραγούδι
υπάρχουν ακόμα οι στίχοι
πεσμένοι στη λάσπη, ναι.
Δάκρυα και σκόνη απ’ τον καιρό, βλέπεις
αλλά υπάρχουν.
Όπως τότε...

Έλα...
Γέλα σου λέω. 
Μη ντρέπεσαι
τόσα φιλιά, τόσα μυστικά
μη ντρέπεσαι, φόρεσέ το.
Σα μικρό παιδί το πρόσωπο μην κρύβεις στα χέρια.
Τι φοβάσαι... Πες μου
πες το όμως γελώντας.
Όπως τότε...

Όχι μικρή μου
δε θα κλάψω
δεν έχω δικαίωμα να κλάψω.
Θα ‘χε ασυνέπεια το τραγούδι
λέξεις ασυνάρτητες 
σε στίχους που υπάρχουν πάντα
σε καινούργια ταξίδια.
Γέλα καλή μου
χαμογέλα δίπλα του.
Όπως τότε...
Ενδόριστος 2011

22 Οκτωβρίου 2011

Ο τσοπάνης


Ο τσοπάνης

Δυο θεατρίνοι αργόσχολοι βρήκαν ένα βοσκό.
Το βράδυ στ’ άσπρα ντύθηκαν και πήγανε στη στάνη.
Για χωρατό του πρόσταξαν βουλή απ' το θεό
να γίνει ο δόλιος βασιλιάς κι ο βασιλιάς τσοπάνης.

Τα βράδια δεν κοιμότανε
μόνο έκλεινε τα μάτια
κι ονειρευόταν στέμματα 
και πλουμιστά παλάτια.

Κάθε που ξύπναε το χωριό παντού χαμογελούσε
πολλοί ήταν που τον χλεύαζαν, κανείς που τον μισούσε.
Κρατούσε σκήπτρο ένα κλαδί και μ' όλους είχε σχέσεις
δεξιά ευχές κι αριστερά μοίραζε κι υποσχέσεις.

Παίρνει μαντάτο ο βασιλιάς
για κάποιο φανφαρόνο 
στέλνει πέντε έξι της φρουράς
βρέθηκε εμπρός στο θρόνο.

Πρώτη φορά ο άρχοντας γέλασε απ' την καρδιά του
με θάρρος σαν διηγήθηκε την ιστορία του όλη.
Για να γελά λοιπόν κι αυτός τον κράτησε κοντά του
κι έτσι εκτός απ' το χωριό γελούσε κι όλη η πόλη...

Έμεινε όσο επέτρεψαν
κι άντεξε στις συνθήκες
με νόστου άλγος γέρναγε
γύρισε στις κατσίκες.

Δυο άγγελοι απ' τον ουρανό κατέβηκαν στη στάνη
αγγέλλουν είπαν εντολή βαριά απ' τον Θεό...
"Χαμογελάω σπάνια τον τελευταίο καιρό...
και παραγγέλνω δίπλα μου τον βασιλιά τσοπάνη".

20 Οκτωβρίου 2011

Μονομάχος


Μονομάχος

Ιδρωμένος...
Μπροστά, νηστικά τα θηρία.
Ιαχές θεατών που κραυγάζουν στο στέμμα...
Του αντίχειρα με δέος κοιτούν τη γωνία
διψασμένοι
τους βλέπεις, για των άλλων το αίμα...
Της δικής τους πληγής τις σταγόνες
διακρίνεις καλά... κι αγωνία.

Χορτασμένοι με ψωμί και θεάματα,
ναρκωμένοι στο δικό τους το ψέμα.
Πώς να νιώσουν τα δικά σου τα κλάματα
που έχεις ρίξει πριν βγεις στην αρένα...

Αν δεν ήσουν σε μάχη θα ‘χες βάλει τα γέλια.
Μη τρομάζεις... Κάντο εκεί!
Τι θα πάθεις αν αυτοί σου χρεώσουνε τρέλα
σε θηρία μπροστά έχεις βρεθεί...

Το συναίσθημα μέσα σου που τους τρομάζει
σου 'χουν μάθει θλίψη να λες...
Να θυμάσαι, παιδιά
πως λουλούδια ξεραίναμε μεσ' στα βιβλία
όταν οι άλλοι κλωτσούσαν γατιά...

19 Οκτωβρίου 2011

Νέμεσις



Νέμεσις
Σιγά να μιλάς, σιγά...
Πλάνεψες το σώμα όλο των ενόρκων.
Σιγά ν’ απαντάς.
Οι κατήγοροί σου έχασαν την μάχη...

Σιγά να θρηνείς, σιγά...
Ο γόος και ο οδυρμός ξυπνά την Αληκτώ.
Σιγά να σπαράζεις.
Ο ολολυγμός σου αναστατώνει την Τισιφόνη...

Ονείδισε την ενοχή,
χλεύασε την αθώωση...
Το πένθος γοργά περνά.
Το ‘μαθες κιόλας...

Οι Ευμενίδες ξαναγεννιούνται
κάθε που κοκκινίζει ο Ουρανός
και χύνει το αίμα του στους κόλπους της Γης...
Κι εσύ εκεί...
μαία στη γέννηση,
με περισσή φροντίδα στα μαλλιά τους...
Μ' ακόρεστη δίψα
προσμένοντας το λυτρωτικό φιλί που ποτέ δεν έρχεται... 

Σιγά να πίνεις, σιγά...
της εξιλέωσης τις τελευταίες στάλες πνοής...
Ενδόριστος 2011

16 Οκτωβρίου 2011

Οκτώβρης


Οκτώβρης...

Άλλος ένας Οκτώβρης, μες τις σκέψεις σου πάλι
μία μόνιμη ζάλη που δε γίνεται πάλη.
Φλόγα ενόρασης άτολμη, πυρκαγιάς πυροσβέστης...
Με τα χέρια στις τσέπες, πόσο ακόμα θ’ αντέξεις...

Δε βλέπω λόγο, λογικέ, γιατί να υποφέρεις
πασχίζοντας να μάθεις αν πράγματι τα ξέρεις...
Όσα νομίζεις γνώριζες, για δες τα εξ αρχής,
αν ζητάς τις αλήθειες, ψάξε πλάνες να βρεις...

Οι πρίγκιπες δεν ψάχνουνε γόβες μέσα στον κήπο
και κάστρα δεν γκρεμίζονται με φύσημα από λύκο...
Τ’ αρνάκια θα ‘ναι πάντοτε της μάνας τους καμάρι,
μα ήρωες, αν στη δράση τους τσακίσουν το ποδάρι...

Δίλημμα



Δίλημμα

Ραντεβού με δυο στις δύο...
Κάποτε πρέπει να επιλέξεις,
στο στίχο λείπουνε δυο λέξεις,
πάλι ποιητή θα μας φλομώσεις
γνωστά αποσιωπητικά...

Ραντεβού στις δύο, στο Θησείο.
Νεκρή ζωή στο μαυσωλείο,
πενήντα χρόνια που το χτίζεις.
Στο βάθος ξέρεις πως γκρεμίζεις.
Απατηλά τ’ αληθινά...

Ραντεβού που άργησες γιατί ναυάγησες
κι οι λέξεις μένουνε και περιμένουνε...
Ναι... δεν κοιμήθηκες, ξύπνιος κρατήθηκες.
Μα τι μ’ αυτό...
Ποιος σε κατάλαβε βρε θεοπάλαβε,
για ποιο σκοπό;
Ποιες οι θυσίες, οι ευεργεσίες και ποιον ωφέλησες
με τις αξίες, που όλοι έλεγαν
κρυμμένο «Εγώ»...
Ξέρεις και ξέρω, μια απ’ τα ίδια,
ίδια η συνήθεια,
ίδιος κι εγώ...

Τι να σου πω, αν θέλεις δες το,
μα έχω εντύπωση πως απ’ τις δυόμισι,
δυο ταξί κάλεσαν για γυρισμό...

Πριν κοιμηθώ



Πριν κοιμηθώ

Τ’ αυτιά κρατώ σφαλισμένα
ώσπου οι οιμωγές των οδυνών,
κλάμα γίνουν τοκετού.
Ο γιος μου ανοίγει τα μάτια…

Κι αν δεν προλάβω το γέλιο σου,
ξέρω, θα χαμογελάσουν τα σύννεφα…
Αντέχω ακόμα το βάρος των βλεφάρων
μέχρι το ξημέρωμα…

Ο ύπνος κάτω απ’ τις ηλιαχτίδες
γεννά πιο φωτεινά όνειρα…

Πρόστυχος στίχος


Πρόστυχος στίχος

Πεδινές συνοικίες
πλημμυρισμένες έφηβους με οράματα βουνών…
Κάποιους αδίστακτους εμπόρους ονείρων παιδικών,
φυγαδευμένους δοσίλογους αλλοτινών εποχών.
Κι εσύ εκεί… Μέτοχος στο αμέτοχο,
συμμέτοχος, παρατηρητής της αφόδευσης.
Λαλίστατος βερμπαλιστής θεωριών.
Συνήγορος αρρωστημένων πρακτικών.
Χοντρός, υποχόνδριος στην κρίση,
μόνο δυο βήματα απ’ τη δική σου δύση…
Οχυρωμένος πίσω απ’ την πένα…

Όχι άλλοι στίχοι… πριν γίνουν πρόστυχοι.

15 Οκτωβρίου 2011

Συμπόσιο



Συμπόσιο

Έφραξα τη ροή των ποταμών 
κι ήπια τη θάλασσα...
Σύννεφα δάμασα
να γεμίσω τις πηγές σου με τροχασμό ζωντανού νερού.
Κι έγινε σκόνη μέσα στο ποδοβολητό των αναμνήσεων
που τώρα πνίγει.
Κι εσύ γλιστράς,
αύρα πάνω από χείμαρρο...
στεγνό... 
Ακολουθείς τα δικά σου ρεύματα...

Ρεύματα - πνεύματα
με λευκούς χιτώνες...
έτοιμα να παραλάβουν τ’ άψυχο κουφάρι του Σπάρτακου.
Αγώνας επιβίωσης...
Ζωή και θάνατος,
μακριά από το προσδόκιμο.
Κοντά στο αδόκιμο,
το άδικο που μάχεται το δίκαιο.
Αγώνας εκτροπής να αναδομήσω τις όχθες...
ανατροπής...
Πώς να γιατρέψεις το χθες...

Χθες βράδυ





Χθες βράδυ

Φυσούσε κρύα, παγερή η μοναξιά το βράδυ,
Απ’ το σπασμένο τζάμι μου φτερούγισε ο Μουλείπης.
Κάθιδρος, άρρωστος, χλωμός, ένα με το σκοτάδι,
στα μάτια του όμως έλαμπε η ομορφιά της λύπης...

Μου ‘λειπες και του έστρωσα πρόχειρα το τραπέζι,
μπρούσκο κι Αϊ Γιώργη ανοίξαμε μα πέταξε στον κήπο,
βγήκε για ένα ζεϊμπέκικο ή η θλίψη μου μ’ εμπαίζει...
Λέξεις στερνές το δάκρυ του πως του ‘λειπε η Σουλείπω...

6 Οκτωβρίου 2011

Παιχνίδια παιδικά


Παιχνίδια παιδικά

Ζητάς να παίξουμε κρυφτό…

Πώς να κρυφτώ μέσα στις φτέρες;
Πίσω από βρύα ζουν κι οι βράχοι
σωστά το λες,
θαρρείς τους τρόμαξαν οι σφαίρες;

Λουφάξαμε… Παραλλαγή αστού.
Δεν κρύβονται έτσι οι ξωμάχοι,
θυμήσου αγώνες του λαού,
στην πόλη κρίθηκε η μάχη.

Δε σε γελώ με είδες… Φτου!

Σειρά μου, τα φυλώ εγώ.
Αργά μετρώ τα μάτια ανοίγω,
μέσα μου αν δω δε θα ‘ναι λίγο,
θα βρω αλήθειες… Φτου θα βγω!

Η μάσκα που φορέσαμε το δάκρυ δε στεγνώνει
κι αυτό αντί να εξατμιστεί κυλά ως στο σαγόνι.
Σωσίβιο σκάρτο ναυαγού, γελοίο προσωπείο,
που κάποιοι άλλοι έφτιαξαν σε ξένο εκμαγείο.

Έλα να παίξουμε τυφλόμυγα…

Τώρα μπορείς ν’ αναγνωρίζεις.
Άγγιξε τις ρυτίδες,
τις χαρακιές στο σώμα
ή όπου αλλού.

Κλειστά τα μάτια αλλά μυρίζεις,
ακούς τις αλυσίδες…
Τρέξε και φώναξε… Ξελεφθερία! Φτου!
Όσο αφή, ακοή και όσφρηση σε βοηθούν ακόμα…