Η πόρτα
Κυριακή, φθινόπωρο, απόγευμα προς δύση
περνά εμμηνόπαυση η ζωή και το μαλλί έχει ασπρίσει.
Ταμπάκο που ξεράθηκε με γεύση σαν κατάρα,
ίσα που φτάνει ο καπνός για δυο στριφτά τσιγάρα.
Ζαχαρωμένο βύσσινο με άδετο σιρόπι,
πώς να σταθούμε ζωντανοί, λιγόστεψαν οι τρόποι.
Των άγγελων τον ασπασμό κοντεύω να ξεχάσω.
Ζάρι που κατρακύλησε και έφερε πάλι άσσο.
Κι αυτοί στην πόρτα στέκονται, δε μπαίνουν ούτε βγαίνουν.
Στα δόντια τους ο ψίθυρος σα συριγμός του ανέμου.
Κι όταν φωνάξω: “Κλείστε την! Κι εσείς ή μέσα ή έξω”,
βλέμμα ηλιθίων, θολερό, που δε μπορώ ν’ αντέξω.
Και μεγαλώνει ο θυμός, που ο άνεμος σφυρίζει.
Το θυμικό η λογική δύσκολα το ορίζει.
Έτσι, είναι μια απόφαση στην άκρη να τους σπρώξεις,
έξω στο φως μόνος να βγεις και πίσω να κλειδώσεις.