Πόθο, ή νιώθω;
Θυμάμαι μ’ είχες αγκαλιά παρόρμηση γεμάτη.
Κορμί γερμένο πάνω μου στο άστρωτο κρεβάτι,
με μάτια υγρά...
Μάτια γεμάτα λάμψη,
που μόνο ο ήλιος πιο πολύ μπορούσε να με κάψει.
Έψαχνα λέξεις να εξηγούν τι γύρευα από σένα,
μα ήταν όλα μέσα μας κομμάτι μπερδεμένα.
Θα ‘νιωθες;
Μπορούσες να με νιώσεις;
Γιατί ήταν πιο ξεχωριστή απ’ όλες τις ενώσεις.
Ρούχο λαμπρής να με φοράς, νερό για να με πίνεις.
Και ήθελα πάντα να διψάς κι ήθελα να μη γδύνεις,
το σώμα σου…
Φόρμα σου εγώ στο σώμα,
ύλη ρευστή, επίχρισμα ν' απλώνεται ένα στρώμα.
Κερί, μέλι και βότανα ζύμωσα να σ' αλείψω
και το μετάξι έξανα με τούλι να σε ντύσω.
Με ένιωσες;
Κατάλαβες τι νιώθω;
αίσθημα δίχως όνομα, που εύκολα λένε πόθο...
Το νιώθεις!
Είναι η σάρκα που καλεί, έλκει κι ο χαρακτήρας,
η λάβα όμως πυρπολεί και όχι ο κρατήρας...