Στη γούρνα
Μ’ ένα μικρό αντίσκηνο γυρίζαμε το Αιγαίο.
Παιδιά αγνά, που πίστευαν σε όρκους αιωνίους.
Αλλιώς προσμένεις τη ζωή μα άγραφο το μοιραίο.
Όνειρο δίχως οδηγό, τέρμα στις Ιονίους.
Μακρύ ταξίδι ο γυρισμός,
στη θάλασσα φουρτούνα...
μα ευτυχώς που μοναχός
έσκυψες μες τη γούρνα.
Κι είδες καθρέφτες να μιλούν, είδωλα να δακρύζουν,
στο πάτωμα παιδιάστικα τα πόδια να χτυπούνε.
Το πρόσωπο αλύπητα μόνοι να χαστουκίζουν
και να ουρλιάζουν με κραυγές πως ξέρουν ν’ αγαπούνε.
Είδες αυτά στο διάβα, κι ήταν δασκάλα η ζωή.
Κάποια που ζήλεψες πολύ, κι άλλα πού ήταν πάθη.
Ήρθαν στιγμές, που τρόμαξες πως κόβεται η πνοή
κι άλλα πάλι, που έκρινες αδυναμίας λάθη.
Σκληρή πορεία ο γυρισμός,
μα γύρισες στην πόλη,
το 'ξερες πάντα ασφαλώς
μαζί δε θα ‘ταν όλοι.
Βρέθηκες όμως με όμοιους που είχαν ταξιδέψει...
που στη φουρτούνα επέζησαν μετά από ναυάγιο,
κάποιοι απ’ αυτούς δε γνώριζαν πως έξω έχει φέξει
μα ακόμα και στα σκοτεινά σου έδιναν κουράγιο.
Γείρε στο στήθος μου και καν' το μαξιλάρι,
δύσκολη απόψε η νύχτα στην Αθήνα...
πήρε η όψη σου γυαλάδα απ’ το φεγγάρι,
όλο το βράδυ δε θα κλείσω την κουρτίνα.