Για να σταματήσει να πέφτει χιόνι: ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
Για να καθαρίσετε την οθόνη σας: ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
greece_glossy_wave_icon_128united_kingdom_glossy_wave_icon_128france_glossy_wave_icon_128germany_glossy_wave_icon_128italy_glossy_wave_icon_128spain_glossy_wave_icon_128russia_glossy_wave_icon_128serbia_glossy_wave_icon_128bulgaria_glossy_wave_icon_128turkey_glossy_wave_icon_128

28 Σεπτεμβρίου 2011

Η πόρτα



Η πόρτα

Κυριακή, φθινόπωρο, απόγευμα προς δύση
περνά εμμηνόπαυση η ζωή και το μαλλί έχει ασπρίσει.
Ταμπάκο που ξεράθηκε με γεύση σαν κατάρα,
ίσα που φτάνει ο καπνός για δυο στριφτά τσιγάρα.

Ζαχαρωμένο βύσσινο με άδετο σιρόπι,
πώς να σταθούμε ζωντανοί, λιγόστεψαν οι τρόποι.
Των άγγελων τον ασπασμό κοντεύω να ξεχάσω.
Ζάρι που κατρακύλησε και έφερε πάλι άσσο.

Κι αυτοί στην πόρτα στέκονται, δε μπαίνουν ούτε βγαίνουν.
Στα δόντια τους ο ψίθυρος σα συριγμός του ανέμου.
Κι όταν φωνάξω: “Κλείστε την! Κι εσείς ή μέσα ή έξω”,
βλέμμα ηλιθίων, θολερό, που δε μπορώ ν’ αντέξω.

Και μεγαλώνει ο θυμός, που ο άνεμος σφυρίζει.
Το θυμικό η λογική δύσκολα το ορίζει.
Έτσι, είναι μια απόφαση στην άκρη να τους σπρώξεις,
έξω στο φως μόνος να βγεις και πίσω να κλειδώσεις.

27 Σεπτεμβρίου 2011

Στη γούρνα


Στη γούρνα

Μ’ ένα μικρό αντίσκηνο γυρίζαμε το Αιγαίο.
Παιδιά αγνά, που πίστευαν σε όρκους αιωνίους.
Αλλιώς προσμένεις τη ζωή μα άγραφο το μοιραίο.
Όνειρο δίχως οδηγό, τέρμα στις Ιονίους.

Μακρύ ταξίδι ο γυρισμός,
στη θάλασσα φουρτούνα...
μα ευτυχώς που μοναχός
έσκυψες μες τη γούρνα.

Κι είδες καθρέφτες να μιλούν, είδωλα να δακρύζουν,
στο πάτωμα παιδιάστικα τα πόδια να χτυπούνε.
Το πρόσωπο αλύπητα μόνοι να χαστουκίζουν
και να ουρλιάζουν με κραυγές πως ξέρουν ν’ αγαπούνε.

Είδες αυτά στο διάβα, κι ήταν δασκάλα η ζωή.
Κάποια που ζήλεψες πολύ, κι άλλα πού ήταν πάθη.
Ήρθαν στιγμές, που τρόμαξες πως κόβεται η πνοή
κι άλλα πάλι, που έκρινες αδυναμίας λάθη.

Σκληρή πορεία ο γυρισμός,
μα γύρισες στην πόλη,
το 'ξερες πάντα ασφαλώς
μαζί δε θα ‘ταν όλοι.

Βρέθηκες όμως με όμοιους που είχαν ταξιδέψει...
που στη φουρτούνα επέζησαν μετά από ναυάγιο,
κάποιοι απ’ αυτούς δε γνώριζαν πως έξω έχει φέξει
μα ακόμα και στα σκοτεινά σου έδιναν κουράγιο.

Γείρε στο στήθος μου και καν' το μαξιλάρι,
δύσκολη απόψε η νύχτα στην Αθήνα...
πήρε η όψη σου γυαλάδα απ’ το φεγγάρι,
όλο το βράδυ δε θα κλείσω την κουρτίνα.

21 Σεπτεμβρίου 2011

Πόθο, ή νιώθω;


Πόθο, ή νιώθω;

Θυμάμαι μ’ είχες αγκαλιά παρόρμηση γεμάτη.
Κορμί γερμένο πάνω μου στο άστρωτο κρεβάτι,
με μάτια υγρά...
Μάτια γεμάτα λάμψη,
που μόνο ο ήλιος πιο πολύ μπορούσε να με κάψει.

Έψαχνα λέξεις να εξηγούν τι γύρευα από σένα,
μα ήταν όλα μέσα μας κομμάτι μπερδεμένα.
Θα ‘νιωθες;
Μπορούσες να με νιώσεις;
Γιατί ήταν πιο ξεχωριστή απ’ όλες τις ενώσεις.

Ρούχο λαμπρής να με φοράς, νερό για να με πίνεις.
Και ήθελα πάντα να διψάς κι ήθελα να μη γδύνεις,
το σώμα σου…
Φόρμα σου εγώ στο σώμα,
ύλη ρευστή, επίχρισμα ν' απλώνεται ένα στρώμα.

Κερί, μέλι και βότανα ζύμωσα να σ' αλείψω
και το μετάξι έξανα με τούλι να σε ντύσω.
Με ένιωσες;
Κατάλαβες τι νιώθω;
αίσθημα δίχως όνομα, που εύκολα λένε πόθο...

Το νιώθεις!
Είναι η σάρκα που καλεί, έλκει κι ο χαρακτήρας,
η λάβα όμως πυρπολεί και όχι ο κρατήρας...

9 Σεπτεμβρίου 2011

Μουσκέψαμε

Μουσκέψαμε

Μου είπες περιμένεις και δεν έρχομαι
Μεγάλο λάθος, γύρνα το κεφάλι
Δίπλα, σκιά σου στη βροχή είμαι και βρέχομαι
Κρύβομαι μόνο μη με δεις σε τέτοιο χάλι

Μου είπες πως αγάπησες το σύννεφο
Πόσο η ψυχή τρομάζει στο χαλάζι
Πλάνη δική μου το εγκώμιο στο άφοβο
Την ατολμία μου να νιώσεις δε με νοιάζει

Σου είπα στην ανάγκη θα σε στήριζα
Που να τη βρω τη δύναμη καρδιά μου
Νόμιζα δείχνω δυνατός αν δε θα γύριζα
Άλλωστε έλεγες, δεν είμαι στα καλά μου

Πες μου μαζί αν θες ξανά ν' ανοίξουμε ομπρέλα
Θυμήσου βόλτες στη βροχή που κάναμε και γέλα
Τα κάναμε όλα μούσκεμα, άχρηστη η ομπρέλα
Κόλλησε πάνω μου υγρή κι οδήγα με στην τρέλα

6 Σεπτεμβρίου 2011

Η οεοβόλος



Η οεοβόλος

Είσαι σκληρή και έφυγες χωρίς ενδοιασμό,
δύο τασάκια πέταξες μεσ’ στον παροξυσμό.
Επάνω στην κορνίζα σου αδιαλείπτως κλαίω
και για ν’ αντέξω μάτια μου πως θα γυρίσεις λέω.

Τις πρώτες μέρες έλεγες θα παίρνεις που και που
τώρα όμως όλα μοιάζουνε κουβέντες του πωπού.
Μ’ αυτόν που έχεις δίπλα σου αν είσαι ευτυχισμένη
στον ύπνο χαμογέλα μου, δε σ’ έχω εγώ χεσμένη.

Έκανες την καρδούλα μου με ρουλεμάν πατίνι,
γνωστοί και φίλοι καρδιακοί λένε πως φταίει εκείνη.
Το όνομά μου ξέχασα, λιώμα και παραπαίω,
από τα πόδια έχασα τη μπάλα, πού είναι οέο;


4 Σεπτεμβρίου 2011

Το εμόν όναρ


Τό ἐμὸν ὄναρ

Αργυρόμαυρης θάλασσας φωτεινή λεωφόρος,
οδηγείς κει που σμίγεις με τ’ απόλυτο σκότος.

Δίδαξές με τις αισθήσεις αφής στ’ ακροδάχτυλα
να μετρώ με το ρίγος πόση έχουν ευλάβεια.

Τιμωρός του χυδαίου και του σκόπιμου λάθους.
Συ, που ελέγχεις τα όρια του άκρατου πάθους.

Καρπός έρωτα, της νυχτιάς με τον πόθο μαζί.
Στα θολά σου τα ίχνη το έχω αφήσει να ζει…