Ακυβέρνητοι
Μας κλέβει ο άνεμος.
Κι η θέρμη του φιλιού γίνεται θάνατος
την εγκατάλειψη πριν διατάξεις
σα βολοδέρνει
το σκάφος ακυβέρνητο ο βοριάς που σέρνει.
Και πέφτει η νύχτα.
Τα όνειρα στα δάκρυά μας πνίχτα
ενώ οι αγέρηδες στο πέλαγο κοπάζουν
φριχτή η σιωπή κι οι ελπίδες μας δειλιάζουν.
Γερό σκαρί.
Πώς να πιστέψεις ότι θ' αντέξει ως το πρωί
μ' αυτό, εκεί...
Μ' όλα τα φώτα αναμμένα περιμένει
το πλήρωμα που βιάστηκε
το παγωμένο ρεύμα παρασέρνει.
Με δυο σωσίβια ναυαγοί...
Οι ψίθυροι πια.
Ξέμακροι, σ' αύτη τη σκοτεινή
τη θάλασσα που γέμισε συντρίμμια
και το φεγγάρι
με την ανταύγεια τη θολή
στα δυο πνιγμένα τα κορμιά να δίνει χάρη.
Κι η θέρμη του φιλιού γίνεται θάνατος
την εγκατάλειψη πριν διατάξεις
σα βολοδέρνει
το σκάφος ακυβέρνητο ο βοριάς που σέρνει.
Και πέφτει η νύχτα.
Τα όνειρα στα δάκρυά μας πνίχτα
ενώ οι αγέρηδες στο πέλαγο κοπάζουν
φριχτή η σιωπή κι οι ελπίδες μας δειλιάζουν.
Γερό σκαρί.
Πώς να πιστέψεις ότι θ' αντέξει ως το πρωί
μ' αυτό, εκεί...
Μ' όλα τα φώτα αναμμένα περιμένει
το πλήρωμα που βιάστηκε
το παγωμένο ρεύμα παρασέρνει.
Με δυο σωσίβια ναυαγοί...
Οι ψίθυροι πια.
Ξέμακροι, σ' αύτη τη σκοτεινή
τη θάλασσα που γέμισε συντρίμμια
και το φεγγάρι
με την ανταύγεια τη θολή
στα δυο πνιγμένα τα κορμιά να δίνει χάρη.