Παιδικός φίλος
Δίπλα στην πέτρινη τη μάντρα
κάπου στο λόφο του Τσακού
απ' το παλιό το ξυλουργείο
που είχε ο πατέρας του Κοντού
μες στα νωπά τα ροκανίδια
δυο ξύλα ψάχνεις όλα κι όλα
και σου ήταν αρκετά Νικόλα
Μα ήρθα εγώ πριν από σένα
Βρήκα τα πιο όμορφα κομμένα
Αλλά δε θύμωσες...
Με κάποιες σκουριασμένες πρόκες
και δυο κοτρόνες για σφυριά
αυτά τα ξύλινα ρετάλια
γίναν τα πρώτα μας σπαθιά
Έτσι οι δυο συμμαθητές
των χρόνων του δημοτικού
γένηκαν συμπολεμιστές
μέσα στο διάβα του καιρού
Κι άλλοτε ανταγωνιστές
Όμως δε θύμωνες...
Είχες μια μπάλα το θυμάμαι
Παίζαμε στη μεγάλη αλάνα
πίσω απ' το Σινέ Αβάνα
Στο τέρμα ήτανε ο Ζώμας
επίθεση ο Πενταράκης
Θέλησα μόνο να σε φτάσω
Τι έγινε θα σε γελάσω
Κάτω στο χώμα ο Νικολάκης
σκισμένο τζιν πόδι γδαρμένο
Πάλι δεν θύμωσες...
Όταν μεγάλωσαν τ' αγόρια
αφού είχαν μείνει χρόνια χώρια
ξαναβρεθήκανε
σοβαρευτήκανε
Μα ήρθαν φορές
στο πέλαγο ξεμείναν τρομαγμένοι
ντίζα σε ταχύπλοο σπασμένη
Κι άλλες πολλές
Κάποιες που ήταν της στιγμής
που ο ένας έστησε τον άλλονε στο Tease
Μα ο Νικολής δε θύμωνε...
Και ήρθε το Τώρα
Νίκο
Κι ενώ το ξέρεις
περιθώρια δεν έχεις
ούτε κι εγώ
ούτε κι εσύ
Είναι το γιατρείο
ξέρω
και το ενοίκιο
και είσαι ιδιώτης
κι η εφορία
κι ο Παναγιώτης
Κι έτσι μας μένει μια Παρασκευή
για ένα ποτό
να κουβεντιάζουμε το τι συμβαίνει
Χωρίς ελπίδα
Σ' ένα μαγκάλι γύρω
με δηλητήριο
με φλόγα σβησμένη
Ζωντανοί νεκροί
Και δε θυμώνουμε Νίκο...