Κάθε βραδιά
Την είδε που κοιμότανε βαθιά
Με την ανάσα της αργή
λουσμένη απ' το φεγγάρι
και οι θηλές της οι σκληρές
σημαία σήκωναν τ' αχνό σεντόνι
Και η λαγνεία πόθο άναψε
Φλόγα
που έκαψε τα σωθικά του
κι ο πρώτος της ο στεναγμός
πυρκαγιάς
ο δόλιος
συνδαυλισμός πως ήταν πίστεψε
Μα κιότεψε να την ξυπνήσει
Κι αναρριχήθηκε ο ορειβάτης
ο άκρατος
σε κάθε σπιθαμή από κορφές
χαράδρες και πλαγιές
Και τ' άνθια μύρισε
και στις πηγές τις δροσερές ξαπόστασε
και στα λευκά τα χιόνια κουτρουβάλησε
Και κάθε δρασκελιά πάνω στο χάρτη της
χαρά της έδινε ένιωθε
Μα δεν την ξύπνησε
Κι όταν απόκαμε
εξαντλημένος μα ευτυχής δίπλα της ξάπλωσε
Στο στόμα η γεύση
τ' αρώματά της που τον πλημμύριζαν
Κι ήτανε να τον πάρει κι αυτόν ο ύπνος
-Τι κάνεις εδώ;
-Για δε με ξύπνησες;
Έντρομη φώναξε η Αγάπη
πλάι της σαν τον είδε
ένα με τα σεντόνια της τα ιδρωμένα
Κι έκλαψε πικρά τότε ο Έρωτας
που σαν κατάλαβε
πως γέρασε και χρόνια τώρα
κάθε βραδιά
μονάχος του χτυπιόταν πάνω της
μα ντρέπονταν να την ξυπνήσει
Με την ανάσα της αργή
λουσμένη απ' το φεγγάρι
και οι θηλές της οι σκληρές
σημαία σήκωναν τ' αχνό σεντόνι
Και η λαγνεία πόθο άναψε
Φλόγα
που έκαψε τα σωθικά του
κι ο πρώτος της ο στεναγμός
πυρκαγιάς
ο δόλιος
συνδαυλισμός πως ήταν πίστεψε
Μα κιότεψε να την ξυπνήσει
Κι αναρριχήθηκε ο ορειβάτης
ο άκρατος
σε κάθε σπιθαμή από κορφές
χαράδρες και πλαγιές
Και τ' άνθια μύρισε
και στις πηγές τις δροσερές ξαπόστασε
και στα λευκά τα χιόνια κουτρουβάλησε
Και κάθε δρασκελιά πάνω στο χάρτη της
χαρά της έδινε ένιωθε
Μα δεν την ξύπνησε
Κι όταν απόκαμε
εξαντλημένος μα ευτυχής δίπλα της ξάπλωσε
Στο στόμα η γεύση
τ' αρώματά της που τον πλημμύριζαν
Κι ήτανε να τον πάρει κι αυτόν ο ύπνος
-Τι κάνεις εδώ;
-Για δε με ξύπνησες;
Έντρομη φώναξε η Αγάπη
πλάι της σαν τον είδε
ένα με τα σεντόνια της τα ιδρωμένα
Κι έκλαψε πικρά τότε ο Έρωτας
που σαν κατάλαβε
πως γέρασε και χρόνια τώρα
κάθε βραδιά
μονάχος του χτυπιόταν πάνω της
μα ντρέπονταν να την ξυπνήσει