Το σπιτάκι του Χολαργού... 1972 |
Δύσκολο να θυμηθώ αν το ψυγείο ήταν μικρό ή το καρπούζι μεγάλο...
Αυτό που στη μνήμη μου παραμένει, είναι ότι το κατεβάζαμε βαθειά στο πηγάδι μέσα στον κουβά με το μαγκάνι και τ’ αφήναμε εκεί. Αδύνατο να ξεχάσω τον υπόκωφο ήχο και την ακαθόριστη πάντοτε ρωγμή όταν το βγάζαμε μετά από ώρες, μόλις ακουμπούσε το μαχαίρι...
Ήξερε να διαλέγει καρπούζια η μαμά. Της είχε μάθει ο πατέρας της ή κάποιος θείος. «Όταν το χτυπάς με το δάκτυλο ο ήχος να είναι μεστός, όταν το ξύνεις με το νύχι να φεύγει εύκολα η φλούδα του κι όταν τραβάς το μίσχο να ξεκολλάει εύκολα», μας έλεγε…
Δίπλα στο πηγάδι ήταν φυτεμένο χρόνια πριν γεννηθώ ένα γιασεμί…
Φαντάζομαι πως οι ρίζες του έκτος από το νερό του ποτίσματος έπαιρναν αρκετή υγρασία μπλεγμένες στις πέτρες που αποτελούσαν το εσωτερικό τοίχωμα του πηγαδιού. Ακόμα και σήμερα αισθάνομαι στις μνήμες της όσφρησης το άρωμα αυτού του γιασεμιού. Ειδικά τ’ απόβραδο. Δεν ήταν συνηθισμένη μυρωδιά, γιατί έκτος από το αγιόκλημα που συνυπήρχε λίγα μέτρα πιο δυτικά, συνηθίζαμε να καταβρέχουμε τα καλοκαιρινά απογεύματα. Το ανακάτεμα των οσμών από το γιασεμί, το αγιόκλημα, το υγρό χώμα και το βρεγμένο μάρμαρο χρόνια έχω να το νιώσω…
Δεν μπορώ και να το ξεχάσω όμως…
Το μικρό σπίτι στο Χολαργό με τον μεγάλο κήπο ήρθε στα χέρια της οικογενείας αρκετά χρόνια πριν… Ο διορισμένος στην επαρχία πατέρας αναγκάστηκε να μας κουβαλήσει σε αρκετές πόλεις μαζί του. Το σπιτάκι αυτό ήταν πάντα πηγή ασφάλειας και νοσταλγίας σ’ εμάς τα παιδιά αλλά ακόμα περισσότερο στην γεμάτη ευαισθησίες μητέρα μας. Εκεί, πρώτη φορά ένιωσα και την έλλειψή της πριν κλείσω τα τέσσερα όταν αναγκάστηκα να μείνω με τη γιαγιά για λίγες, εξαιτίας των αντιδράσεών μου, μέρες. Έκτοτε στην ουσία δεν έμεινα ποτέ μακριά της μέχρι την εφηβεία που άρχισα πλέον μόνος να τ’ αποζητώ…
Αυτό που στη μνήμη μου παραμένει, είναι ότι το κατεβάζαμε βαθειά στο πηγάδι μέσα στον κουβά με το μαγκάνι και τ’ αφήναμε εκεί. Αδύνατο να ξεχάσω τον υπόκωφο ήχο και την ακαθόριστη πάντοτε ρωγμή όταν το βγάζαμε μετά από ώρες, μόλις ακουμπούσε το μαχαίρι...
Ήξερε να διαλέγει καρπούζια η μαμά. Της είχε μάθει ο πατέρας της ή κάποιος θείος. «Όταν το χτυπάς με το δάκτυλο ο ήχος να είναι μεστός, όταν το ξύνεις με το νύχι να φεύγει εύκολα η φλούδα του κι όταν τραβάς το μίσχο να ξεκολλάει εύκολα», μας έλεγε…
Δίπλα στο πηγάδι ήταν φυτεμένο χρόνια πριν γεννηθώ ένα γιασεμί…
Φαντάζομαι πως οι ρίζες του έκτος από το νερό του ποτίσματος έπαιρναν αρκετή υγρασία μπλεγμένες στις πέτρες που αποτελούσαν το εσωτερικό τοίχωμα του πηγαδιού. Ακόμα και σήμερα αισθάνομαι στις μνήμες της όσφρησης το άρωμα αυτού του γιασεμιού. Ειδικά τ’ απόβραδο. Δεν ήταν συνηθισμένη μυρωδιά, γιατί έκτος από το αγιόκλημα που συνυπήρχε λίγα μέτρα πιο δυτικά, συνηθίζαμε να καταβρέχουμε τα καλοκαιρινά απογεύματα. Το ανακάτεμα των οσμών από το γιασεμί, το αγιόκλημα, το υγρό χώμα και το βρεγμένο μάρμαρο χρόνια έχω να το νιώσω…
Δεν μπορώ και να το ξεχάσω όμως…
Το μικρό σπίτι στο Χολαργό με τον μεγάλο κήπο ήρθε στα χέρια της οικογενείας αρκετά χρόνια πριν… Ο διορισμένος στην επαρχία πατέρας αναγκάστηκε να μας κουβαλήσει σε αρκετές πόλεις μαζί του. Το σπιτάκι αυτό ήταν πάντα πηγή ασφάλειας και νοσταλγίας σ’ εμάς τα παιδιά αλλά ακόμα περισσότερο στην γεμάτη ευαισθησίες μητέρα μας. Εκεί, πρώτη φορά ένιωσα και την έλλειψή της πριν κλείσω τα τέσσερα όταν αναγκάστηκα να μείνω με τη γιαγιά για λίγες, εξαιτίας των αντιδράσεών μου, μέρες. Έκτοτε στην ουσία δεν έμεινα ποτέ μακριά της μέχρι την εφηβεία που άρχισα πλέον μόνος να τ’ αποζητώ…