Κι έγινες πια
μια αγκαλιά από ξερούς λεμονανθούς
και μια κραυγή δίχως ηχώ
μέσα στο δάσος το καμένο
Βγαλμένη από τα κούτσουρα
τα μαυροκαπνισμένα
αυτά που κείτονται νεκρά πέντε χειμώνες τώρα
στο σταχτιασμένο χώμα
Κι έσκυψα εγώ
γονυπετής
δυο κάτια
Σε ελέους αναζήτηση
Σύγκορμα τρέμοντας
μ' αυτό
το από όνειρο
το ξύπνημα το αιφνίδιο˙
από το φύσηγμά σου του ουρλιαχτού
που τ' αγκωνάρια ράγιζε
μην πέσω καταγής
Κι εκεί...
στη μαύρη ρίζα την ξερή
ανάμεσα στ' αποκαΐδια
με την οσμή του θάνατου
να μου τρυπά τα στήθια
Να σου...
δυο σπόροι πλάι μου σιμά
σ' αυτή την έρημη τη γης
Με φύτρο
Σα να βλάστησαν
κρυμμένοι απ' τα ορνίθια
μια αγκαλιά από ξερούς λεμονανθούς
και μια κραυγή δίχως ηχώ
μέσα στο δάσος το καμένο
Βγαλμένη από τα κούτσουρα
τα μαυροκαπνισμένα
αυτά που κείτονται νεκρά πέντε χειμώνες τώρα
στο σταχτιασμένο χώμα
Κι έσκυψα εγώ
γονυπετής
δυο κάτια
Σε ελέους αναζήτηση
Σύγκορμα τρέμοντας
μ' αυτό
το από όνειρο
το ξύπνημα το αιφνίδιο˙
από το φύσηγμά σου του ουρλιαχτού
που τ' αγκωνάρια ράγιζε
μην πέσω καταγής
Κι εκεί...
στη μαύρη ρίζα την ξερή
ανάμεσα στ' αποκαΐδια
με την οσμή του θάνατου
να μου τρυπά τα στήθια
Να σου...
δυο σπόροι πλάι μου σιμά
σ' αυτή την έρημη τη γης
Με φύτρο
Σα να βλάστησαν
κρυμμένοι απ' τα ορνίθια
Ενδόριστος 10 Ιούλη 2013
Ελπίδα